- οδοστρωτήρας
- ο1. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την κυλίνδρωση εδαφών, ιδίως κατά την εκτέλεση έργων οδοποιίας2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ισοπεδώνει τα πάντα χωρίς διάκριση.[ΕΤΥΜΟΛ. < *οδοστρώνω + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. όδοστρωτήρ, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.